Pleito em grego
Tradução: pleito, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
περιστατικό, σκοπός, δίκη, υπόθεση, θήκη, βαλίτσα, αρμόζω, κοστούμι, εξυπηρετώ, προκαλώ, προξενώ, βολεύω, αιτία, ισχυρισμός, έκκληση, λόγου, λόγου ακυρώσεως, λόγος ακυρώσεως
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: pleito
pleito dicio, pleito o que é, pleito de mujeres, pleito sinonimo, pleito significado, pleito dicionário de língua grego, pleito em grego
Traduções
- plastificar em grego - πλάκα, πιάτο, laminate, φύλλο, έλασμα, ελάσματος, πολυστρωματικό
- plataforma em grego - πλατφόρμα, βασίλισσα, ταράτσα, τι, αποβάθρα, εξέδρα, κατάστρωμα, ...
- pleno em grego - ολοκληρώνω, γεμάτος, ολόκληρος, μεστός, περατώνω, πλήρης, ολικός, ...
- pluma em grego - φτερό, λοφίο, φτερά, φτερών, πουπουλένια, από φτερά
Palavras aleatórias
Pleito em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: περιστατικό, σκοπός, δίκη, υπόθεση, θήκη, βαλίτσα, αρμόζω, κοστούμι, εξυπηρετώ, προκαλώ, προξενώ, βολεύω, αιτία, ισχυρισμός, έκκληση, λόγου, λόγου ακυρώσεως, λόγος ακυρώσεως
Traduções: περιστατικό, σκοπός, δίκη, υπόθεση, θήκη, βαλίτσα, αρμόζω, κοστούμι, εξυπηρετώ, προκαλώ, προξενώ, βολεύω, αιτία, ισχυρισμός, έκκληση, λόγου, λόγου ακυρώσεως, λόγος ακυρώσεως