Predicado em grego
Tradução: predicado, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
κτήμα, ποιότητα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κατηγορούμενο, κατηγόρημα, γενεσιουργού, κύριων, κατηγορήματος
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: predicado
predicado verbal, predicado exemplos, predicado exercicios, predicado nominal, predicado nominal e verbal, predicado dicionário de língua grego, predicado em grego
Traduções
- predestinar em grego - προορίζω, προκαθορίζω, προόρισε
- predeterminar em grego - προλέγω, προβλέπω, προαποφασίζω, προδιαθέτω, προκαθορίζουν, προκαθορίζει, να προκαθορίζουν
- predispor em grego - προηγούμαι, επικρατώ, υπερισχύω, προιδεάζω, προδιαθέτω
- predizer em grego - προλέγω, προβλέπω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουμε, προβλέψει, να προβλέψει
Palavras aleatórias
Predicado em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: κτήμα, ποιότητα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κατηγορούμενο, κατηγόρημα, γενεσιουργού, κύριων, κατηγορήματος
Traduções: κτήμα, ποιότητα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κατηγορούμενο, κατηγόρημα, γενεσιουργού, κύριων, κατηγορήματος