Proceder em grego
Tradução: proceder, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
μετακομίζω, διαδικασία, κατεργάζομαι, έρχομαι, προχωρώ, σαλεύω, προβαίνω, πράξη, συμπεριφέρομαι, επεξεργάζομαι, κίνηση, κινώ, έλα, έρθει, έρχονται, προέρχονται, έρθουν
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: proceder
proceder em ingles, proceder verbo, proceder de forma desidiosa, proceder em conformidade, proceder regência, proceder dicionário de língua grego, proceder em grego
Traduções
- proa em grego - φιόγκος, κόμπος, τόξο, εγγύτητα, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, ...
- problema em grego - ταλαιπωρία, μπελάς, δουλειά, ενοχλώ, διαδικασία, πρόβλημα, φασαρία, ...
- procedimento em grego - διεξάγω, διαγωγή, προβαίνω, συμπεριφορά, διαδικασία, κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι, ...
- procedência em grego - αρχή, έναρξη, προέλευση, ρίζα, πηγή, καταγωγή, προέλευσης, ...
Palavras aleatórias
Proceder em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: μετακομίζω, διαδικασία, κατεργάζομαι, έρχομαι, προχωρώ, σαλεύω, προβαίνω, πράξη, συμπεριφέρομαι, επεξεργάζομαι, κίνηση, κινώ, έλα, έρθει, έρχονται, προέρχονται, έρθουν
Traduções: μετακομίζω, διαδικασία, κατεργάζομαι, έρχομαι, προχωρώ, σαλεύω, προβαίνω, πράξη, συμπεριφέρομαι, επεξεργάζομαι, κίνηση, κινώ, έλα, έρθει, έρχονται, προέρχονται, έρθουν