Profissão em grego
Tradução: profissão, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
επάγγελμα, επαγγελματικός, επιχείρηση, κατάληψη, εμπόριο, επενδύω, παρατάσσω, επιτήδευμα, σκάφος, κοινότητα, γραμμή, κατοχή, δουλειά, ρυτίδα, υπόθεση, επαγγελματίας, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: profissão
profissão de miguel torga, profissão de fé lembranças, profissão de risco, profissão com i, profissão de desgaste rápido, profissão dicionário de língua grego, profissão em grego
Traduções
- profissional em grego - επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
- profissionalizar em grego - προφίλ, επισκόπηση, επαγγελματοποιήσουν, επαγγελματισμό, επαγγελματικό χαρακτήρα, επαγγελματοποιήσουν τη
- profundamente em grego - βαθύς, ελάφι, ζαρκάδι, βαθιά, βαθύτατα, βαθειά, βάθος, ...
- profundeza em grego - βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
Palavras aleatórias
Profissão em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: επάγγελμα, επαγγελματικός, επιχείρηση, κατάληψη, εμπόριο, επενδύω, παρατάσσω, επιτήδευμα, σκάφος, κοινότητα, γραμμή, κατοχή, δουλειά, ρυτίδα, υπόθεση, επαγγελματίας, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Traduções: επάγγελμα, επαγγελματικός, επιχείρηση, κατάληψη, εμπόριο, επενδύω, παρατάσσω, επιτήδευμα, σκάφος, κοινότητα, γραμμή, κατοχή, δουλειά, ρυτίδα, υπόθεση, επαγγελματίας, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα