Repugnante em grego
Tradução: repugnante, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
εξωφρενικός, αλγεινός, εναγής, αποκρουστικός, σκανδαλώδης, αποτροπιαστικός, οδυνηρός, άσχημος, φοβερός, τρομερός, βδελυρός, απαίσιος, απεχθής, αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: repugnante
repugnante significado, repugnante priberam, repugnante sinónimo, repugnante antonimo, repugnante significado wikipedia, repugnante dicionário de língua grego, repugnante em grego
Traduções
- republicano em grego - ρεπουμπλικάνος, δημοκρατικός, Ρεπουμπλικανικό, Ρεπουμπλικανικού, ρεπουμπλικανική
- repudiar em grego - αποβάλλω, αποκηρύξει, αντικρούσω, αποκηρύξουν, αποκηρύσσουμε
- repugnar em grego - πιάτο, αηδία, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, φρίκη, αηδιάζουν, αηδιάσει, ...
- repulsa em grego - απέχθεια, αποστροφή, απόκρουση, απώθηση, απώθησης
Palavras aleatórias
Repugnante em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: εξωφρενικός, αλγεινός, εναγής, αποκρουστικός, σκανδαλώδης, αποτροπιαστικός, οδυνηρός, άσχημος, φοβερός, τρομερός, βδελυρός, απαίσιος, απεχθής, αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Traduções: εξωφρενικός, αλγεινός, εναγής, αποκρουστικός, σκανδαλώδης, αποτροπιαστικός, οδυνηρός, άσχημος, φοβερός, τρομερός, βδελυρός, απαίσιος, απεχθής, αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά