Sexualidade em grego
Tradução: sexualidade, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
έρωτας, φύλο, γένος, σεξ, σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: sexualidade
a sexualidade, adolescencia, sexualidade na adolescencia, linha sexualidade, sexualidade dicionário de língua grego, sexualidade em grego
Traduções
- sexta-feira em grego - φίλοι, φίλη, φίλος, Παρασκευή, Παρασκευής, της Παρασκευής, την Παρασκευή
- sexto em grego - έκτος, έκτη, έκτο, έκτου, έκτης
- si em grego - ανάφλεξη, διακόπτης, επαρχία, αν, αρμοδιότητα, μίζα, πυροδότηση, ...
- sibilar em grego - σφυρίζω, ping, πινγκ, ρακέτες, ρακέτες πινγκ
Palavras aleatórias
Sexualidade em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: έρωτας, φύλο, γένος, σεξ, σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Traduções: έρωτας, φύλο, γένος, σεξ, σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα