Usual em grego
Tradução: usual, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: usual
usual design em prata, usual suspects, usual joias, usual sinonimo, usual plastic, usual dicionário de língua grego, usual em grego
Traduções
- usar em grego - βάζω, αιτούμαι, εφαρμόζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, ...
- uso em grego - έθιμο, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- usurpar em grego - σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
- usuário em grego - χρήστης, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, χρήστη, του χρήστη, ...
Palavras aleatórias
Usual em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Traduções: κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη