Şoc în greacă
Traducere: şoc, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
νάρκη, κραδασμός, κρούση, αδράνεια, εμβροντησία, χτύπημα, σοκ, κατάπληξη, φυσώ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: şoc
şoc pentru taraful din clejani margherita a picat din nou bacalaureatul yahoo, şoc septic, şoc dex, şoc traumatic, şoc pentru taraful din clejani margherita a picat din nou bacalaureatul, şoc dictionarul de limbaje greacă, şoc în greacă
Traduceri
- şoarece în greacă - ποντίκι, ποντικού, ποντικιού, του ποντικιού, το ποντίκι
- şobolan în greacă - αρουραίος, αρουραίου, αρουραίο, επίμυος, αρουραίων
- şofer în greacă - οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- şofran în greacă - κρόκος, ζαφορά, σαφράνι, σαφράν, το σαφράν
Cuvinte aleatorii
Şoc în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: νάρκη, κραδασμός, κρούση, αδράνεια, εμβροντησία, χτύπημα, σοκ, κατάπληξη, φυσώ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Traduceri: νάρκη, κραδασμός, κρούση, αδράνεια, εμβροντησία, χτύπημα, σοκ, κατάπληξη, φυσώ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock