Acuzativ în greacă
Traducere: acuzativ, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: acuzativ
acuzativ in engleza, acuzativ atribut adjectival, acuzativ in germana, acuzativ complement indirect, acuzativ si dativ in germana, acuzativ dictionarul de limbaje greacă, acuzativ în greacă
Traduceri
- acuza în greacă - κατηγορώ, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, χρεώσει
- acuzat în greacă - κατηγορούμενος, υποπτεύομαι, εναγόμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
- acuzaţie în greacă - παράπονο, κατηγορία, φροντίδα, πάθηση, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, ...
- acvariu în greacă - ενυδρείο, ενυδρείου, ενυδρείων, του ενυδρείου, το ενυδρείο
Cuvinte aleatorii
Acuzativ în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
Traduceri: αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική