Asigurat în greacă
Traducere: asigurat, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
διασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλίζω, ασφαλής, υπό την προϋπόθεση, παρέχεται, υπό τον όρο, παρέχονται, προβλέπεται
Alte limbi
Cuvinte asemenea: asigurat
asigurat la sanatate, asigurat cas, asigurat medical, asigurat fara plata contributiei, asigurat proz, asigurat dictionarul de limbaje greacă, asigurat în greacă
Traduceri
- asigura în greacă - διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί
- asigurare în greacă - ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
- asistent în greacă - βοηθός, οπαδός, υποστηρικτής, αρωγή, επικουρία, βοήθεια, βοηθό, ...
- asociaţie în greacă - σχέση, σύνδεσμος, σύνδεσης, ένωση, συνδέσμου
Cuvinte aleatorii
Asigurat în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: διασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλίζω, ασφαλής, υπό την προϋπόθεση, παρέχεται, υπό τον όρο, παρέχονται, προβλέπεται
Traduceri: διασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλίζω, ασφαλής, υπό την προϋπόθεση, παρέχεται, υπό τον όρο, παρέχονται, προβλέπεται