Deştept în greacă
Traducere: deştept, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
πανουργία, καπάτσος, πονηρός, έξυπνος, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό, έντονο
Alte limbi
Cuvinte asemenea: deştept
deştept sinonim, deştept dex, deştept dictionarul de limbaje greacă, deştept în greacă
Traduceri
- dezvolta în greacă - αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
- dezvoltare în greacă - ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
- diabet în greacă - διαβήτης, διαβήτη, σακχαρώδη διαβήτη, του διαβήτη, ο διαβήτης
- dialog în greacă - διάλογος, διαλόγου, διάλογο, του διαλόγου, το διάλογο
Cuvinte aleatorii
Deştept în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: πανουργία, καπάτσος, πονηρός, έξυπνος, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό, έντονο
Traduceri: πανουργία, καπάτσος, πονηρός, έξυπνος, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό, έντονο