Fermitate în greacă
Traducere: fermitate, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
αποφασιστικότητα, σκοπός, σταθερότητα, σφριγηλότητα, σκληρότητα, τη σταθερότητα
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: fermitate
fermitate fese, fermitate bust, fermitate sinonim, fermitate dex, fermitate piele, fermitate dictionarul de limbaje greacă, fermitate în greacă
Traduceri
- fermentaţie în greacă - βράζω, ζύμωση, ζύμωσης, ζυμώσεως, της ζύμωσης, τη ζύμωση
- fermier în greacă - αγρότης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
- fermă în greacă - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
- feroce în greacă - μαινόμενος, βάρβαρος, άγριος, μανιασμένος, οργισμένος, θηριώδης, άγρια, ...
Cuvinte aleatorii
Fermitate în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: αποφασιστικότητα, σκοπός, σταθερότητα, σφριγηλότητα, σκληρότητα, τη σταθερότητα
Traduceri: αποφασιστικότητα, σκοπός, σταθερότητα, σφριγηλότητα, σκληρότητα, τη σταθερότητα