Ispită în greacă
Traducere: ispită, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
πειρασμός, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: ispită
ispită dictionarul de limbaje greacă, ispită în greacă
Traduceri
- islaz în greacă - κοινός, συνηθισμένος, ερημιά, έρημο, άγριας φύσης, ερήμω, αγριότητα
- ispiti în greacă - δελεάζω, δελεάσει, βάλει στον πειρασμό, δελεάσουν, δελεάσει τους, να δελεάσει
- istoric în greacă - ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικές
- istorie în greacă - ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού
Cuvinte aleatorii
Ispită în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: πειρασμός, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
Traduceri: πειρασμός, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός