Jurisdicţie în greacă
Traducere: jurisdicţie, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: jurisdicţie
imunitate de jurisdicţie, gradele de jurisdicţie, jurisdicţie specială administrativă, jurisdicţie dex, jurisdicţie dictionarul de limbaje greacă, jurisdicţie în greacă
Traduceri
- jupui în greacă - γδέρνομαι, βόσκω, καταληστεύουν, rip off, καταληστεύουν τους, κλέψουν, σχίσουν από
- jura în greacă - ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
- jurnalism în greacă - δημοσιογραφία, Δημοσιογραφίας, τη δημοσιογραφία, της δημοσιογραφίας, η δημοσιογραφία
- jurnalist în greacă - δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, αναφοράς, ανταποκριτή, δημοσιογράφο
Cuvinte aleatorii
Jurisdicţie în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Traduceri: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία