Măreţie în greacă
Traducere: măreţie, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, αριστοκρατία, το μεγαλείο, μεγαλείου, μεγαλοσύνη
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: măreţie
măreţie dictionarul de limbaje greacă, măreţie în greacă
Traduceri
- mănăstire în greacă - μονή, αβαείο, γυναικεία μονή, μοναστήρι, μοναστήρι του, μοναστηριού
- măr în greacă - μήλο, μήλου, της Apple, μήλων, η Apple
- mărime în greacă - μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
- mărire în greacă - μεγέθυνση, διαστολή, εξάπλωση, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, ...
Cuvinte aleatorii
Măreţie în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, αριστοκρατία, το μεγαλείο, μεγαλείου, μεγαλοσύνη
Traduceri: μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, αριστοκρατία, το μεγαλείο, μεγαλείου, μεγαλοσύνη