Particulă în greacă
Traducere: particulă, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
άτομο, κύτταρο, σωμάτιο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: particulă
dualitatea undă-particulă, particulă dictionarul de limbaje greacă, particulă în greacă
Traduceri
- participant în greacă - συμμέτοχος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
- particular în greacă - ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
- partid în greacă - συμβαλλόμενος, παρέα, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
- pară în greacă - απίδι, αχλάδι, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, αχλαδιές
Cuvinte aleatorii
Particulă în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: άτομο, κύτταρο, σωμάτιο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Traduceri: άτομο, κύτταρο, σωμάτιο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων