Popor în greacă
Traducere: popor, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: popor
popor sinonim, popor laic, popor migrator, popor arian, popor in engleza, popor dictionarul de limbaje greacă, popor în greacă
Traduceri
- pontif în greacă - πάπας, πάπισσα, αρχιερεύς, ποντίφικας, ποντίφικα, Pontiff
- pop în greacă - πάπισσα, πάπας, ποπ, σουτάρει χωρίς καμία πίεση, αναδυόμενο, καμία πίεση
- popularitate în greacă - δημοτικότητα, δημοτικότητά, τη δημοτικότητά, βαθμολογία τους, τη βαθμολογία
- populaţie în greacă - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
Cuvinte aleatorii
Popor în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Traduceri: άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι