Бедствие на греческом языке
Перевод: бедствие, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
όλεθρος, καημός, μιζέρια, πληγή, θλίψη, δυστυχία, καταστροφή, ατυχία, πανώλης, βάσανο, αγωνία, καταριέμαι, κακοτυχία, μαστίζω, μοχθηρία, συμφορά, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: бедствие
бедствие в горах, бедствие в сербии, бедствие марк сондерс, бедствие викисловарь, бедствие четверга, бедствие словарь иностранных слов греческий, бедствие на греческом языке
Переводы
- бедрок на греческом языке - ράφι, υπόβαθρο, βραχώδες υπόστρωμα, θεμέλιο, βράχο, φυσικό βράχο
- бедственный на греческом языке - σκληρός, κακόμοιρος, άθλιος, καταστροφικός, ελεεινός, δύσκολος, χάλια, ...
- бедствовать на греческом языке - ανάγκη, χρειάζομαι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ζουν στη φτώχεια, ζουν μέσα στη φτώχεια, ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, ζει σε συνθήκες φτώχειας
- бедствующий на греческом языке - άπορος, μαστίζονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένους, πλήττονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένοι, πληγεί από τη φτώχεια
Случайные слова
Бедствие на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: όλεθρος, καημός, μιζέρια, πληγή, θλίψη, δυστυχία, καταστροφή, ατυχία, πανώλης, βάσανο, αγωνία, καταριέμαι, κακοτυχία, μαστίζω, μοχθηρία, συμφορά, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Переводы: όλεθρος, καημός, μιζέρια, πληγή, θλίψη, δυστυχία, καταστροφή, ατυχία, πανώλης, βάσανο, αγωνία, καταριέμαι, κακοτυχία, μαστίζω, μοχθηρία, συμφορά, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών