Бедствовать на греческом языке
Перевод: бедствовать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανάγκη, χρειάζομαι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ζουν στη φτώχεια, ζουν μέσα στη φτώχεια, ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, ζει σε συνθήκες φτώχειας
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: бедствовать
бедствовать синонимы, бедствовать значение, бедствовать синоним, бедствовать викисловарь, не бедствовать, бедствовать словарь иностранных слов греческий, бедствовать на греческом языке
Переводы
- бедственный на греческом языке - σκληρός, κακόμοιρος, άθλιος, καταστροφικός, ελεεινός, δύσκολος, χάλια, ...
- бедствие на греческом языке - όλεθρος, καημός, μιζέρια, πληγή, θλίψη, δυστυχία, καταστροφή, ...
- бедствующий на греческом языке - άπορος, μαστίζονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένους, πλήττονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένοι, πληγεί από τη φτώχεια
- беж на греческом языке - μπεζ, μπέζ, beige, υπόφαιο
Случайные слова
Бедствовать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανάγκη, χρειάζομαι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ζουν στη φτώχεια, ζουν μέσα στη φτώχεια, ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, ζει σε συνθήκες φτώχειας
Переводы: ανάγκη, χρειάζομαι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ζουν στη φτώχεια, ζουν μέσα στη φτώχεια, ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, ζει σε συνθήκες φτώχειας