Бич на греческом языке
Перевод: бич, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πληγή, μαστιγώνω, λοιδορώ, νικώ, δάρτης, μαστίζω, καρκίνος, καταριέμαι, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: бич
бич судьбы, бич альбатрос, бич клаб, бич пакет, бич бич бич песня, бич словарь иностранных слов греческий, бич на греческом языке
Переводы
- бихевиоризм на греческом языке - συμπεριφορισμού, συμπεριφορισμό, Συμπεριφορισμός, ο συμπεριφορισμός, το συμπεριφορισμό
- бицепс на греческом языке - δικέφαλος μυς, δικέφαλους μυς, δικεφάλου, δικέφαλου, δικέφαλους
- бичевание на греческом языке - μαστίγωμα, μαστίγωση, αυτομαστίγωση, αυτομαστιγώματος, αυτομαστίγωμα
- бичевать на греческом языке - επιπλήττω, μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, τιμωρώ, πληγή, μάστιγα, ...
Случайные слова
Бич на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πληγή, μαστιγώνω, λοιδορώ, νικώ, δάρτης, μαστίζω, καρκίνος, καταριέμαι, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα
Переводы: πληγή, μαστιγώνω, λοιδορώ, νικώ, δάρτης, μαστίζω, καρκίνος, καταριέμαι, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα