Близкий на греческом языке
Перевод: близкий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κολλητός, πρόχειρος, ενδόμυχος, στενός, συγγενικός, συγγενής, εύχρηστος, αποπνιχτικός, επικείμενος, εξοικειωμένος, σύμμαχος, κοντά, συμμαχικός, οικείος, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: близкий
близкий враг википедия, близкий родственник, близкий враг, близкий товарищ и коллега, близкий враг смотреть онлайн, близкий словарь иностранных слов греческий, близкий на греческом языке
Переводы
- близиться на греческом языке - πλησιάζω, επισύρω, έλκω, προσέγγιση, τραβώ, μέθοδος, προσεγγίζω, ...
- близкие на греческом языке - οικειότητα, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
- близко на греческом языке - παραλίγο, κολλητός, αποπνιχτικός, σχεδόν, πνιγηρός, κοντά, στενή, ...
- близлежащий на греческом языке - γύρω, γειτονικός, κοντά, κοντινός, παρακείμενος, προσκείμενος, πλησίον, ...
Случайные слова
Близкий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κολλητός, πρόχειρος, ενδόμυχος, στενός, συγγενικός, συγγενής, εύχρηστος, αποπνιχτικός, επικείμενος, εξοικειωμένος, σύμμαχος, κοντά, συμμαχικός, οικείος, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Переводы: κολλητός, πρόχειρος, ενδόμυχος, στενός, συγγενικός, συγγενής, εύχρηστος, αποπνιχτικός, επικείμενος, εξοικειωμένος, σύμμαχος, κοντά, συμμαχικός, οικείος, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής