Блокировать на греческом языке
Перевод: блокировать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φραγμός, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, απενεργοποιώ, αχρηστεύω, στηρίγματα, διορίζομαι, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: блокировать
блокировать всплывающие окна, блокировать рекламу, блокировать всплывающие окна опера, блокировать рекламу на ютубе, блокировать ударение, блокировать словарь иностранных слов греческий, блокировать на греческом языке
Переводы
- блокирование на греческом языке - κλείδωμα, αποκλεισμού, μπλοκάροντας, μπλοκάρισμα, εμποδίζοντας
- блокированный на греческом языке - μπλοκαριστεί, αποκλεισμένη, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένος
- блокировка на греческом языке - ασφάλισης, κλείδωμα, κλειδώματος, μανδαλώσεως, ασφαλίσεως
- блокнот на греческом языке - σημειωματάριο, καρνέ, στηρίγματα, φραγμός, χάπι, notebook, φορητό, ...
Случайные слова
Блокировать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φραγμός, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, απενεργοποιώ, αχρηστεύω, στηρίγματα, διορίζομαι, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Переводы: φραγμός, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, απενεργοποιώ, αχρηστεύω, στηρίγματα, διορίζομαι, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες