Болезненный на греческом языке
Перевод: болезненный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φίνος, γκρίζος, φαιός, αδύναμος, ασθενικός, οδυνηρός, οργισμένος, άρρωστος, αλγεινός, φιλάσθενος, λεπτός, άγριος, θυμωμένος, τρυφερός, μανιασμένος, μαλακός, επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, επώδυνες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: болезненный
болезненный прыщ в носу, болезненный прыщ на щеке, болезненный вид, болезненный акт дефекации, болезненный тяжелый сон называют, болезненный словарь иностранных слов греческий, болезненный на греческом языке
Переводы
- болезненно на греческом языке - οδυνηρά, άσχημα, κακά, επώδυνα, οδυνηρό, οδυνηρό τρόπο, με οδυνηρό
- болезненность на греческом языке - λιχουδιά, λεπτότητα, ατονία, πόνος, πόνο, πόνου, soreness, ...
- болезнетворный на греческом языке - κακεντρεχής, κακοήθης, παθογόνος, παθογόνων, παθογονικότητας, παθογόνα, παθογόνους
- болезнь на греческом языке - πανδημία, ασθένεια, στοργή, άρρωστος, αρρώστια, νόσος, τρυφερότητα, ...
Случайные слова
Болезненный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φίνος, γκρίζος, φαιός, αδύναμος, ασθενικός, οδυνηρός, οργισμένος, άρρωστος, αλγεινός, φιλάσθενος, λεπτός, άγριος, θυμωμένος, τρυφερός, μανιασμένος, μαλακός, επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, επώδυνες
Переводы: φίνος, γκρίζος, φαιός, αδύναμος, ασθενικός, οδυνηρός, οργισμένος, άρρωστος, αλγεινός, φιλάσθενος, λεπτός, άγριος, θυμωμένος, τρυφερός, μανιασμένος, μαλακός, επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, επώδυνες