Валить на греческом языке
Перевод: валить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συναθροίζομαι, αγέλη, ρίχνω, πετώ, κοπή, πλήθος, γκρεμίζομαι, συρρέω, πέταγμα, κοπάδι, κόψιμο, ανατροπή, ανατρέπω, πέφτω, έπεσα, κόβω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: валить
валить из страны, валить из рашки лурк, валить все в одну кучу, валить боком, валить из россии, валить словарь иностранных слов греческий, валить на греческом языке
Переводы
- валет на греческом языке - γρύλος, Jack, Τζακ, ο Jack, του Jack
- валик на греческом языке - άξονας, μπικουτί, κύλινδρος, ταινία, μαξιλάρι, κυλίνδρου, κύλινδρο, ...
- валиться на греческом языке - γκρεμίζομαι, ρανίδα, πτώση, ρίχνω, σταγόνα, ανατρέπω, μειώνομαι, ...
- валка на греческом языке - κόβω, έπεσα, υλοτόμηση, υλοτομία, κοπή, υλοτόμησης, υλοτομίας
Случайные слова
Валить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συναθροίζομαι, αγέλη, ρίχνω, πετώ, κοπή, πλήθος, γκρεμίζομαι, συρρέω, πέταγμα, κοπάδι, κόψιμο, ανατροπή, ανατρέπω, πέφτω, έπεσα, κόβω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Переводы: συναθροίζομαι, αγέλη, ρίχνω, πετώ, κοπή, πλήθος, γκρεμίζομαι, συρρέω, πέταγμα, κοπάδι, κόψιμο, ανατροπή, ανατρέπω, πέφτω, έπεσα, κόβω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε