Ввалить на греческом языке
Перевод: ввалить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ρίχνω, πετώ, ξεφορτώνομαι, πέταγμα, πέφτουν, στεγνωτήριο, κατρακυλούν, στεγνωτήρια, πέφτει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: ввалить
пора валить, ввалить словарь иностранных слов греческий, ввалить на греческом языке
Переводы
- вваливаться на греческом языке - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, κατρακύλισμα, πέσιμο, πέφτουν, στεγνωτήρια, ...
- ввалившийся на греческом языке - κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, υπόκωφος, πέφτουν, στεγνωτήριο, κατρακυλούν, ...
- введение на греческом языке - λήμμα, ίδρυση, είσοδος, εισαγωγή, μύηση, σκεπτικό, καταχώρηση, ...
- ввезти на греческом языке - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Случайные слова
Ввалить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ρίχνω, πετώ, ξεφορτώνομαι, πέταγμα, πέφτουν, στεγνωτήριο, κατρακυλούν, στεγνωτήρια, πέφτει
Переводы: ρίχνω, πετώ, ξεφορτώνομαι, πέταγμα, πέφτουν, στεγνωτήριο, κατρακυλούν, στεγνωτήρια, πέφτει