Велеть на греческом языке
Перевод: велеть, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παραγγέλλω, παραγγελία, διαθήκη, προσταγή, λέω, διηγούμαι, προαίρεση, θέληση, εντολή, αφηγούμαι, ξεχωρίζω, διατάσσω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: велеть
велеть словосочетание, желать проверочное слово, вертеть спряжение, влиять синоним, велеть долго жить, велеть словарь иностранных слов греческий, велеть на греческом языке
Переводы
- векша на греческом языке - σκίουρος, Vaxjo, Βάξιο, Βεκσόου
- веление на греческом языке - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- велик на греческом языке - χοντρός, μεγάλος, πρόστυχος, απίθανος, πρωτεύουσα, ακαθάριστος, αισχρός, ...
- великан на греческом языке - γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
Случайные слова
Велеть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παραγγέλλω, παραγγελία, διαθήκη, προσταγή, λέω, διηγούμαι, προαίρεση, θέληση, εντολή, αφηγούμαι, ξεχωρίζω, διατάσσω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την
Переводы: παραγγέλλω, παραγγελία, διαθήκη, προσταγή, λέω, διηγούμαι, προαίρεση, θέληση, εντολή, αφηγούμαι, ξεχωρίζω, διατάσσω, διατάξει, διαταχθεί, προειδοποιήσει, διατάξει την