Вершить на греческом языке
Перевод: вершить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξουσιάζω, καταφέρνω, σκηνοθετώ, αποφασίζω, καθοδηγώ, αντεπεξέρχομαι, έλεγχος, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вершить
вершить месть, вершить историю, вершить судьбу это, завершить синоним, вершить великие дела, вершить словарь иностранных слов греческий, вершить на греческом языке
Переводы
- вершина на греческом языке - οικόσημο, στίγμα, επισημαίνω, ύψωση, κορυφώνω, θήκη, αιχμή, ...
- вершинный на греческом языке - κορυφής, κορυφαία, κορυφαίο, ακραία, ακραίο
- вершиться на греческом языке - συμβαίνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
- вершки на греческом языке - κρέμα, κορυφές, κορυφών, τις κορυφές, κορυφές των, μπλούζες
Случайные слова
Вершить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξουσιάζω, καταφέρνω, σκηνοθετώ, αποφασίζω, καθοδηγώ, αντεπεξέρχομαι, έλεγχος, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Переводы: εξουσιάζω, καταφέρνω, σκηνοθετώ, αποφασίζω, καθοδηγώ, αντεπεξέρχομαι, έλεγχος, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε