Ветвь на греческом языке
Перевод: ветвь, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υποκατάστημα, χέρι, περιοχή, κτήση, όπλο, μέλος, άκρο, τομέας, κυριαρχία, χωράφι, κλαδί, ψεκάζω, σφαίρα, πεδίο, μπράτσο, αρμοδιότητα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, κλάδος
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: ветвь
ветвь шелковицы, ветвь былого, ветвь давидова, ветвь реестра hkey_current_config, ветвь электрической цепи, ветвь словарь иностранных слов греческий, ветвь на греческом языке
Переводы
- ветвиться на греческом языке - arborize
- ветвление на греческом языке - παρακλάδι, διακλάδωση, διακλαδώσεως, διακλάδωσης
- ветвящийся на греческом языке - διακλάδωση, διακλάδωσης, διακλαδώσεως, διακλαδώσεις, διακλαδώσεων
- ветер на греческом языке - κουρδίζω, αύρα, άνεμος, αεράκι, αιολική, άνεμο, αιολικής, ...
Случайные слова
Ветвь на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υποκατάστημα, χέρι, περιοχή, κτήση, όπλο, μέλος, άκρο, τομέας, κυριαρχία, χωράφι, κλαδί, ψεκάζω, σφαίρα, πεδίο, μπράτσο, αρμοδιότητα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, κλάδος
Переводы: υποκατάστημα, χέρι, περιοχή, κτήση, όπλο, μέλος, άκρο, τομέας, κυριαρχία, χωράφι, κλαδί, ψεκάζω, σφαίρα, πεδίο, μπράτσο, αρμοδιότητα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, κλάδος