Вешалка на греческом языке
Перевод: вешалка, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, κρεμάστρας, αναρτήσεως, αναρτήρα, ανάρτησης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вешалка
вешалка перевод, вешалка напольная, вешалка для брюк, вешалка для одежды, вешалка для галстуков, вешалка словарь иностранных слов греческий, вешалка на греческом языке
Переводы
- вечность на греческом языке - αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
- вечный на греческом языке - παντοτινός, αιώνιος, κοσμικός, ενδελεχής, διαρκείας, αθάνατος, αιώνια, ...
- вешание на греческом языке - ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
- вешать на греческом языке - αναστέλλω, απαγχονίζω, ζυγίζω, κρεμώ, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, ...
Случайные слова
Вешалка на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, κρεμάστρας, αναρτήσεως, αναρτήρα, ανάρτησης
Переводы: ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, κρεμάστρας, αναρτήσεως, αναρτήρα, ανάρτησης