Властитель на греческом языке
Перевод: властитель, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ρίγα, άρχοντας, κύριος, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, μετρ, ηγεμόνας, δεξιοτέχνης, αφέντης, θήκη, χάρακας, διαιτητής, λόρδος, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: властитель
властитель солнца, властитель кровавый кулак, властитель сайха, властитель самодур, властитель преисподней аргалот, властитель словарь иностранных слов греческий, властитель на греческом языке
Переводы
- властвовать на греческом языке - κυριαρχώ, κανόνας, δεσπόζω, βασιλεία, επικρατώ, υπερισχύω, αποφασίζω, ...
- властелин на греческом языке - ρήγας, κύριος, μετρ, βασιλιάς, αυτεξούσιος, αφέντης, χάρακας, ...
- властность на греческом языке - αυταρχικότητα, δεσποτισμός
- властный на греческом языке - επιτακτικός, αυταρχικός, επιβλητικός, αλαζονικός, αυτοκρατορικός, έγκυρος, ισχυρός, ...
Случайные слова
Властитель на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ρίγα, άρχοντας, κύριος, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, μετρ, ηγεμόνας, δεξιοτέχνης, αφέντης, θήκη, χάρακας, διαιτητής, λόρδος, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη
Переводы: ρίγα, άρχοντας, κύριος, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, μετρ, ηγεμόνας, δεξιοτέχνης, αφέντης, θήκη, χάρακας, διαιτητής, λόρδος, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη