Влиять на греческом языке
Перевод: влиять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επιρροή, επηρεάζω, κυβερνώ, ιθύνω, ασκώ, ηχώ, διέπω, επενέργεια, επενεργώ, αντιδρώ, παριστάνω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: влиять
влиять на человека, влиять синоним, влиять на людей, влиять на людей силой мысли, влиять на украинском, влиять словарь иностранных слов греческий, влиять на греческом языке
Переводы
- влияние на греческом языке - έμπνευση, ορμή, αντίκτυπο, αντίδραση, θέμα, κατάληξη, επενέργεια, ...
- влиятельный на греческом языке - τύμβος, δυναμικός, επιβλητικός, καίριος, δυνατός, τάφος, ισχυρός, ...
- вложение на греческом языке - περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, ...
- вложить на греческом языке - φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, ...
Случайные слова
Влиять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επιρροή, επηρεάζω, κυβερνώ, ιθύνω, ασκώ, ηχώ, διέπω, επενέργεια, επενεργώ, αντιδρώ, παριστάνω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Переводы: επιρροή, επηρεάζω, κυβερνώ, ιθύνω, ασκώ, ηχώ, διέπω, επενέργεια, επενεργώ, αντιδρώ, παριστάνω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει