Вменить на греческом языке
Перевод: вменить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πόζα, τοποθετώ, καθορισμένος, προμήθεια, βάζω, παραδίδω, χορήγηση, ποζάρω, παρέχω, εκφωνώ, παροχή, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вменить
вменить обязанности кассира, вменить обязанности, изменить значение, вменить в обязанности это, вменить словарь, вменить словарь иностранных слов греческий, вменить на греческом языке
Переводы
- влюбчивый на греческом языке - ερωτικός, επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ...
- вмазывать на греческом языке - τσιμέντο, μπετό, λάσπη, vmazyvat
- вменяемость на греческом языке - ευθύνη, λογική, λογικότητά, τη λογικότητά, λογικότητα, πνευματική υγεία
- вменяемый на греческом языке - υπεύθυνος, υπόλογος, αρμόδιος, δωσίλογος, λογικός, υγιής, λογικό, ...
Случайные слова
Вменить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πόζα, τοποθετώ, καθορισμένος, προμήθεια, βάζω, παραδίδω, χορήγηση, ποζάρω, παρέχω, εκφωνώ, παροχή, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Переводы: πόζα, τοποθετώ, καθορισμένος, προμήθεια, βάζω, παραδίδω, χορήγηση, ποζάρω, παρέχω, εκφωνώ, παροχή, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού