Вмещать на греческом языке
Перевод: вмещать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
είσοδος, κρατώ, φυλάω, περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, κάθισμα, ομολογία, λαμβάνω, περιέχω, αναχαιτίζω, παραδοχή, καθίζω, αμπάρι, κάθομαι, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, κατοικία, οικία
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вмещать
совмещать синоним, вмещать перевод, вмещать в себе, вмещать перевод на англ, помещать проверочное слово, вмещать словарь иностранных слов греческий, вмещать на греческом языке
Переводы
- вмешиваться на греческом языке - διακόπτω, παραποιώ, αλλοιώνω, παρεμβαίνω, παρεμβάλλω, επεμβαίνω, θέσει, ...
- вмешивающийся на греческом языке - παρεμβαίνοντας, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρεμβολής, παρεμβολή
- вмещаться на греческом языке - πηγαίνω, να, πρέπει να, θα, είναι, να είναι
- вмещающий на греческом языке - εξυπηρετικός, συμβιβαστικός, υποδοχή, ελαστικοί, φιλόξενο, εξυπηρετικό
Случайные слова
Вмещать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: είσοδος, κρατώ, φυλάω, περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, κάθισμα, ομολογία, λαμβάνω, περιέχω, αναχαιτίζω, παραδοχή, καθίζω, αμπάρι, κάθομαι, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, κατοικία, οικία
Переводы: είσοδος, κρατώ, φυλάω, περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, κάθισμα, ομολογία, λαμβάνω, περιέχω, αναχαιτίζω, παραδοχή, καθίζω, αμπάρι, κάθομαι, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, κατοικία, οικία