Внушительный на греческом языке
Перевод: внушительный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δίκαιος, σημαντικός, σεμνοπρεπής, σοβαρός, αισθητός, πανηγύρι, ξανθός, αξιοσημείωτος, επιβλητικός, έγκυρος, χαριτωμένος, για την επιβολή, την επιβολή, επιβάλλοντας, επιβολή, επιβάλλει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: внушительный
внушительный нож 5 букв, внушительный размер, внушительный топор 4 буквы, внушительный это, внушительный мешок с монетами, внушительный словарь иностранных слов греческий, внушительный на греческом языке
Переводы
- внушать на греческом языке - εμφυτεύω, εμπνέω, εργοστάσιο, προτείνω, υποκινώ, εντυπωσιάζω, γρήγορος, ...
- внушение на греческом языке - έγχυμα, πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, την πρόταση, πρότασή
- внушить на греческом языке - προτείνω, εμποτίζω, εμποτίσει, διαποτίσουμε, εμποτίζουν, γαλουχούν τους
- внятно на греческом языке - σαφώς, ευδιάκριτα, ευκρινώς, διακριτά, ξεκάθαρα
Случайные слова
Внушительный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δίκαιος, σημαντικός, σεμνοπρεπής, σοβαρός, αισθητός, πανηγύρι, ξανθός, αξιοσημείωτος, επιβλητικός, έγκυρος, χαριτωμένος, για την επιβολή, την επιβολή, επιβάλλοντας, επιβολή, επιβάλλει
Переводы: δίκαιος, σημαντικός, σεμνοπρεπής, σοβαρός, αισθητός, πανηγύρι, ξανθός, αξιοσημείωτος, επιβλητικός, έγκυρος, χαριτωμένος, για την επιβολή, την επιβολή, επιβάλλοντας, επιβολή, επιβάλλει