Вовлекать на греческом языке
Перевод: вовлекать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
έλκω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, ζωγραφίζω, τραβώ, μπλέκω, βουτώ, επισύρω, περιλαμβάνω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вовлекать
вовлекать на укр, вовлекать в работу перевод на украинский, как вовлекать людей, вовлекать синоним, вовлекать на англ, вовлекать словарь иностранных слов греческий, вовлекать на греческом языке
Переводы
- вобрать на греческом языке - απορροφώ, να απορροφήσει, να απορροφά, να απορροφήσουν, να απορροφούν, για την απορρόφηση
- вовек на греческом языке - ποτέ, για πάντα, τον αιώνα, στους αιώνες, εις τον αιώνα, παντοτινά
- вовлечение на греческом языке - υπόνοια, συνέπεια, συμμετοχή, εμπλοκή, συμμετοχής, η συμμετοχή, τη συμμετοχή
- вовлечь на греческом языке - σέρνω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
Случайные слова
Вовлекать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: έλκω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, ζωγραφίζω, τραβώ, μπλέκω, βουτώ, επισύρω, περιλαμβάνω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
Переводы: έλκω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, ζωγραφίζω, τραβώ, μπλέκω, βουτώ, επισύρω, περιλαμβάνω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν