Военизировать на греческом языке
Перевод: военизировать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
στρατιωτικοποιώ, στρατιωτικοποίησης, θα στρατιωτικοποίησει, στρατιωτικοποίησει
Другие языки
Родственные слова: военизировать
военизировать словарь иностранных слов греческий, военизировать на греческом языке
Переводы
- военачальник на греческом языке - πολέμαρχος, πολέμαρχο, πολέμαρχου, Ο τύραννος, Ο τύραννος που
- военизация на греческом языке - στρατιωτικοποίηση, στρατιωτικοποίησης, στρατικοποίηση, στρατικοποίησης, τη στρατιωτικοποίηση
- военно-морской на греческом языке - ναυτικός, ναυτική, Naval, ναυτικές, ναυτικής
- военнопленный на греческом языке - δέσμιος, φυλακισμένος, αιχμάλωτος, αιχμάλωτος πόλεμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμαλώτου πολέμου, αιχμάλωτο πολέμου, ...
Случайные слова
Военизировать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: στρατιωτικοποιώ, στρατιωτικοποίησης, θα στρατιωτικοποίησει, στρατιωτικοποίησει
Переводы: στρατιωτικοποιώ, στρατιωτικοποίησης, θα στρατιωτικοποίησει, στρατιωτικοποίησει