Воз на греческом языке
Перевод: воз, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, ΠΟΥ, WHO, της ΠΟΥ, του ΠΟΥ, την ΠΟΥ
Другие языки
Родственные слова: воз
воз здоровье, воз грудное вскармливание, воз статистика, воз официальный сайт, воз сена художник, воз словарь иностранных слов греческий, воз на греческом языке
Переводы
- вожжа на греческом языке - χαλινάρι, χαλιναγωγήσει, χαλιναγωγήσουν, τη συγκράτηση, συγκρατήσουν
- вожжи на греческом языке - χαλινάρι, φίμωτρο, χαλιναγωγήσει, χαλιναγωγήσουν, τη συγκράτηση, συγκρατήσουν
- возбудимость на греческом языке - διεγερσιμότητα, διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας του, της διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας της
- возбудимый на греческом языке - ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
Случайные слова
Воз на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, ΠΟΥ, WHO, της ΠΟΥ, του ΠΟΥ, την ΠΟΥ
Переводы: κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, ΠΟΥ, WHO, της ΠΟΥ, του ΠΟΥ, την ΠΟΥ