Возбудитель на греческом языке
Перевод: возбудитель, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πράκτορας, μεσίτης, αιτία, σκοπός, προκαλώ, παράγων, κεντρίζω, προξενώ, καθοδηγώ, ερεθίζων, διεγέρτρια, διεγέρτη, διέγερσης, διεγέρτου
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: возбудитель
возбудитель сибирской язвы, возбудитель холеры, возбудитель столбняка, возбудитель коклюша, возбудитель ботулизма, возбудитель словарь иностранных слов греческий, возбудитель на греческом языке
Переводы
- возбудимость на греческом языке - διεγερσιμότητα, διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας του, της διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας της
- возбудимый на греческом языке - ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
- возбудительный на греческом языке - διεγερτικών, διεγερτικού, διεγερτικά, διεγερτική, διεγερτικές
- возбудить на греческом языке - αναδεύω, ανακατεύω, κινώ, ερεθίζω, κινούμαι, συγκίνηση, ενθουσιάσει, ...
Случайные слова
Возбудитель на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πράκτορας, μεσίτης, αιτία, σκοπός, προκαλώ, παράγων, κεντρίζω, προξενώ, καθοδηγώ, ερεθίζων, διεγέρτρια, διεγέρτη, διέγερσης, διεγέρτου
Переводы: πράκτορας, μεσίτης, αιτία, σκοπός, προκαλώ, παράγων, κεντρίζω, προξενώ, καθοδηγώ, ερεθίζων, διεγέρτρια, διεγέρτη, διέγερσης, διεγέρτου