Восходить на греческом языке
Перевод: восходить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αυξάνομαι, βουνό, αύξηση, αναρριχώμαι, όρος, χουρμάς, ημερομηνία, ορθώνομαι, ανεβαίνω, ανατέλλω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: восходить
восходить к перевод, восходить к, восходить словарь, восходить от силы в силу, восходить способ образования, восходить словарь иностранных слов греческий, восходить на греческом языке
Переводы
- восхищенный на греческом языке - ενθουσιασμένος, ευχαριστημένος, ευτυχής, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση
- восход на греческом языке - αύξηση, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ανατολή, ανατέλλω, εξέγερση, ανατολή ηλίου, ...
- восходящий на греческом языке - αύξουσα, φθίνουσα, Ταξινόμηση, αυξουσα, σειρά Αύξουσα
- восхождение на греческом языке - ανατέλλω, ανεβαίνω, ορθώνομαι, αύξηση, ανάβαση, σκαρφαλώνω, βουνό, ...
Случайные слова
Восходить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αυξάνομαι, βουνό, αύξηση, αναρριχώμαι, όρος, χουρμάς, ημερομηνία, ορθώνομαι, ανεβαίνω, ανατέλλω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Переводы: αυξάνομαι, βουνό, αύξηση, αναρριχώμαι, όρος, χουρμάς, ημερομηνία, ορθώνομαι, ανεβαίνω, ανατέλλω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται