Впуск на греческом языке
Перевод: впуск, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
είσοδος, παραδοχή, ομολογία, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισαγωγή
Другие языки
Родственные слова: впуск
впуск рево, впуск выпуск, впуск injen, впуск k&n, впуск aem, впуск словарь иностранных слов греческий, впуск на греческом языке
Переводы
- впрягать на греческом языке - ιπποσκευή, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
- впрячь на греческом языке - ιπποσκευή, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
- впускать на греческом языке - εμφυσώ, παραδέχομαι, εισάγω, ομολογώ, παραδέχονται, ομολογήσω, παραδεχτώ
- впустить на греческом языке - ρανίδα, παραδέχομαι, μειώνομαι, εισάγω, σταγόνα, ομολογώ, παραδέχονται, ...
Случайные слова
Впуск на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: είσοδος, παραδοχή, ομολογία, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισαγωγή
Переводы: είσοδος, παραδοχή, ομολογία, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισαγωγή