Врываться на греческом языке
Перевод: врываться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ορμή, παραβαίνω, διάλειμμα, σπάζω, τρέχω, βιασύνη, αθετώ, διάλλειμα, εισβάλλω, παραβιάζω, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: врываться
врываться во сне, ворваться синоним, врываться в дом сонник, вырваться синоним, врываться по английски, врываться словарь иностранных слов греческий, врываться на греческом языке
Переводы
- вручить на греческом языке - δείκτης, παραδίνω, παραδίδω, δίνω, εκφωνώ, χέρι, πλευρά, ...
- вручную на греческом языке - χειροκίνητα, το χέρι, με το χέρι, μη αυτόματο τρόπο, με μη αυτόματο τρόπο
- вряд на греческом языке - απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο
- всадить на греческом языке - κάθισμα, καθίζω, οίκημα, κατάλυμα, Lodge, καταθέσει, καταφύγιο
Случайные слова
Врываться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ορμή, παραβαίνω, διάλειμμα, σπάζω, τρέχω, βιασύνη, αθετώ, διάλλειμα, εισβάλλω, παραβιάζω, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Переводы: ορμή, παραβαίνω, διάλειμμα, σπάζω, τρέχω, βιασύνη, αθετώ, διάλλειμα, εισβάλλω, παραβιάζω, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο