Вскармливать на греческом языке
Перевод: вскармливать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πισινός, αναστηλώνω, παχουλός, τροφαντός, θηλάζω, σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вскармливать
вскармливать викисловарь, как вскармливать грудью, как правильно вскармливать, вскармливать словарь иностранных слов греческий, вскармливать на греческом языке
Переводы
- вскапывать на греческом языке - παρακρατώ, απόθεμα, κέντρισμα, νύξη, σκάβω, σαρκασμός, χαράκωμα, ...
- вскарабкаться на греческом языке - σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
- вскидывать на греческом языке - τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
- вскинуть на греческом языке - τραντάζω, κάνω εμετό, εξεμώ, ξερνώ, εμετό, ρίξει επάνω
Случайные слова
Вскармливать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πισινός, αναστηλώνω, παχουλός, τροφαντός, θηλάζω, σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Переводы: πισινός, αναστηλώνω, παχουλός, τροφαντός, θηλάζω, σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα