Вступать на греческом языке
Перевод: вступать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μάρτιος, εισέρχομαι, βαδίζω, μπαίνω, επιβιβάζομαι, εξασφαλίζω, επιβιβάζω, παίρνω, κατατάσσομαι, συνδέω, εντάσσω, ενώνω, συνενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вступать
вступать в законную силу, вступать в прения, вступать в полемику, вступать ли в нпф, вступать в силу перевод на английский, вступать словарь иностранных слов греческий, вступать на греческом языке
Переводы
- встряхнуть на греческом языке - κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
- встряхнуться на греческом языке - σαλεύω, κουνώ, κινούμαι, κινώ, καταβάλλω προσπάθεια, κινούμαι ζωηρά
- вступаться на греческом языке - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- вступающий на греческом языке - εισερχόμενος, εισερχόμενες, εισερχόμενη, εισερχόμενων, εισερχόμενο
Случайные слова
Вступать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μάρτιος, εισέρχομαι, βαδίζω, μπαίνω, επιβιβάζομαι, εξασφαλίζω, επιβιβάζω, παίρνω, κατατάσσομαι, συνδέω, εντάσσω, ενώνω, συνενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Переводы: μάρτιος, εισέρχομαι, βαδίζω, μπαίνω, επιβιβάζομαι, εξασφαλίζω, επιβιβάζω, παίρνω, κατατάσσομαι, συνδέω, εντάσσω, ενώνω, συνενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν