Вступить на греческом языке
Перевод: вступить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μπαίνω, βαδίζω, μάρτιος, ενώνω, κατατάσσομαι, συνδέω, εισέρχομαι, συνενώνω, αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: вступить
вступить в правый сектор, вступить в лдпр, вступить в наследство, вступить в фэнтези лигу, вступить в единую россию, вступить словарь иностранных слов греческий, вступить на греческом языке
Переводы
- вступающий на греческом языке - εισερχόμενος, εισερχόμενες, εισερχόμενη, εισερχόμενων, εισερχόμενο
- вступительный на греческом языке - εισαγωγικός, είσοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
- вступиться на греческом языке - να σταθεί, για να σταθεί, να σταθούν, σε ηρεμία, να παραμείνει
- вступление на греческом языке - εισαγωγή, προσχώρηση, μύηση, απόκτημα, λήμμα, πρόλογος, υπόθεση, ...
Случайные слова
Вступить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μπαίνω, βαδίζω, μάρτιος, ενώνω, κατατάσσομαι, συνδέω, εισέρχομαι, συνενώνω, αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης
Переводы: μπαίνω, βαδίζω, μάρτιος, ενώνω, κατατάσσομαι, συνδέω, εισέρχομαι, συνενώνω, αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης