Всходить на греческом языке
Перевод: всходить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
άνοιξη, πηγαίνω, αναπηδώ, ορθώνομαι, εκτινάσσομαι, αύξηση, αυξάνομαι, ανεβαίνω, όρος, ανατέλλω, αναρριχώμαι, βουνό, σκαρφαλώνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: всходить
всходить словарь, всходить антоним, выходить синонимы, всходить на голгофу, выходить викисловарь, всходить словарь иностранных слов греческий, всходить на греческом языке
Переводы
- всхлипывание на греческом языке - λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
- всхлипывать на греческом языке - λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
- всходы на греческом языке - ρελιάζω, πλέκω, κοτσίδα, νεαρό, νεαρών, νεαρός, νεαρή, ...
- всхожесть на греческом языке - βλάστηση, βλαστική ικανότητα, βλαστική, τη βλάστηση, τη βλαστική ικανότητα
Случайные слова
Всходить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: άνοιξη, πηγαίνω, αναπηδώ, ορθώνομαι, εκτινάσσομαι, αύξηση, αυξάνομαι, ανεβαίνω, όρος, ανατέλλω, αναρριχώμαι, βουνό, σκαρφαλώνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Переводы: άνοιξη, πηγαίνω, αναπηδώ, ορθώνομαι, εκτινάσσομαι, αύξηση, αυξάνομαι, ανεβαίνω, όρος, ανατέλλω, αναρριχώμαι, βουνό, σκαρφαλώνω, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται