Вчинить на греческом языке
Перевод: вчинить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διαπράττω, κάνω, δεσμεύω, την έναρξη, έναρξη, κίνηση, την κίνηση, έναρξη της
Другие языки
Родственные слова: вчинить
вчинить иск, вчинить словарь иностранных слов греческий, вчинить на греческом языке
Переводы
- вчера на греческом языке - χθες, εχθές, χτες, χθεσινή, χθες το
- вчетверо на греческом языке - τετραπλός, τετραπλάσιος, τετραπλή, τετραπλάσια, τετραπλό, τετραπλά
- вчистую на греческом языке - οριστικά, εντελώς, τελικά, οριστικές, οριστική, οριστικών, ολοκληρωτική
- вчитаться на греческом языке - διαβάζω, προσεκτική ανάγνωση, την προσεκτική ανάγνωση, από προσεκτική ανάγνωση, προσεκτικής ανάγνωσης, προσεκτικότερη ανάγνωση
Случайные слова
Вчинить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διαπράττω, κάνω, δεσμεύω, την έναρξη, έναρξη, κίνηση, την κίνηση, έναρξη της
Переводы: διαπράττω, κάνω, δεσμεύω, την έναρξη, έναρξη, κίνηση, την κίνηση, έναρξη της