Выверять на греческом языке
Перевод: выверять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μετρητής, προσαρμόζω, κανονίζω, ρυθμίζω, συμβιβάζω, διαμετρώ, εκτιμώ, συμφιλιώνω, καθορισμένος, υπολογίζω, τοποθετώ, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: выверять
выверять значение, выверять толковый словарь, выверять счета, выявлять синонимы, выявлять синоним, выверять словарь иностранных слов греческий, выверять на греческом языке
Переводы
- выверт на греческом языке - στροφή, στρίβω, σειρά, κάπαρη, πλοκή, καμπή, υπεκφυγή, ...
- вывертывать на греческом языке - ξεβιδώστε, ξεβιδώσει, ξεβιδώσετε, ξεβιδώνετε
- вывеска на греческом языке - μάσκα, ταμπέλα, βότσαλο, σήμα, προσωπείο, υπογράφω, πίνακας, ...
- вывести на греческом языке - προκαλώ, συνάγω, συμπεραίνω, αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ...
Случайные слова
Выверять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μετρητής, προσαρμόζω, κανονίζω, ρυθμίζω, συμβιβάζω, διαμετρώ, εκτιμώ, συμφιλιώνω, καθορισμένος, υπολογίζω, τοποθετώ, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Переводы: μετρητής, προσαρμόζω, κανονίζω, ρυθμίζω, συμβιβάζω, διαμετρώ, εκτιμώ, συμφιλιώνω, καθορισμένος, υπολογίζω, τοποθετώ, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί