Гиблый на греческом языке
Перевод: гиблый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καταστροφικός, απελπισμένος, θανατηφόρος, σαπρός, ολέθριος, σατανικός, μοιραίος, χάλια, σαπισμένος, κακός, σαθρός, θλιβερός, κακή δουλειά, άσχημη δουλειά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: гиблый
гиблый синоним, гиблый лес джаггернаут, гиблый легион, гиблый рассвет, гиблый это, гиблый словарь иностранных слов греческий, гиблый на греческом языке
Переводы
- гибко на греческом языке - εύκαμπτα, ευελιξία, ευέλικτα, με ευελιξία, ευέλικτο
- гибкость на греческом языке - ευκολία, ευλυγισία, ευκαμψία, ευχέρεια, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ...
- гибнет на греческом языке - πεθαίνει, μήτρες, πεθάνει, αποβιώσει, θανάτου
- гибнуть на греческом языке - πεθάνω, αποθνήσκω, ταλαντεύομαι, τεζάρω, τρεκλίζω, χάνομαι, καταστρέφομαι, ...
Случайные слова
Гиблый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καταστροφικός, απελπισμένος, θανατηφόρος, σαπρός, ολέθριος, σατανικός, μοιραίος, χάλια, σαπισμένος, κακός, σαθρός, θλιβερός, κακή δουλειά, άσχημη δουλειά
Переводы: καταστροφικός, απελπισμένος, θανατηφόρος, σαπρός, ολέθριος, σατανικός, μοιραίος, χάλια, σαπισμένος, κακός, σαθρός, θλιβερός, κακή δουλειά, άσχημη δουλειά