Грязный на греческом языке
Перевод: грязный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
λασπώδης, άσεμνος, ιλυώδης, λερωμένος, βρώμικος, ακάθαρτος, ακατάστατος, ανέντιμος, ατημέλητος, βρόμικος, άθλιος, απεριποίητος, λασπωμένος, απαίσιος, αισχρός, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: грязный
грязный санчез, грязный гарри 1971, грязный реализм, грязный стыд, грязный луи, грязный словарь иностранных слов греческий, грязный на греческом языке
Переводы
- грязновато-коричневый на греческом языке - μακάβριος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικος, βρώμικες
- грязнуля на греческом языке - σκουπίζω, πόρνη, πατσαβούρα, σαρώνω, καμπύλη, τσούλα, παλιοθήλυκο, ...
- грязь на греческом языке - λούτσα, λιπαντικό, λεκιάζω, λιμνούλα, μαγαρίζω, μουρνταριά, βρομιά, ...
- грянуть на греческом языке - μπουμπουνίζω, βροντές, βροντώ, ξεσπάσει, ξεσπούν, ξεφύγει από, ξεσπάσουν, ...
Случайные слова
Грязный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: λασπώδης, άσεμνος, ιλυώδης, λερωμένος, βρώμικος, ακάθαρτος, ακατάστατος, ανέντιμος, ατημέλητος, βρόμικος, άθλιος, απεριποίητος, λασπωμένος, απαίσιος, αισχρός, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Переводы: λασπώδης, άσεμνος, ιλυώδης, λερωμένος, βρώμικος, ακάθαρτος, ακατάστατος, ανέντιμος, ατημέλητος, βρόμικος, άθλιος, απεριποίητος, λασπωμένος, απαίσιος, αισχρός, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες