Густой на греческом языке
Перевод: густой, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πολυτελής, γενναιόδωρος, κολλητός, πνιγηρός, αρκετός, ανοιχτοχέρης, κοντά, άφθονος, θολός, αφειδής, αδρός, επιδαψιλεύω, αποπνιχτικός, δασύς, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: густой
густой зеленый ельник у дороги, густой лес, густой суп, густой сироп, густой хвойный лес, густой словарь иностранных слов греческий, густой на греческом языке
Переводы
- густеть на греческом языке - δένω, παίρνω, αυξάνομαι, αποκτώ, μεγαλώνω, πυκνώνω, πήζω, ...
- густо на греческом языке - άφθονα, πυκνά, thickly, παχύ στρώμα, πυκνό, παχιά
- густонаселенный на греческом языке - πυκνοκατοικημένος, πυκνοκατοικημένη, πολυπληθέστερη, τις πυκνοκατοικημένες, πολυπληθείς
- густота на греческом языке - ουσία, πυκνότητα, βάθος, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
Случайные слова
Густой на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πολυτελής, γενναιόδωρος, κολλητός, πνιγηρός, αρκετός, ανοιχτοχέρης, κοντά, άφθονος, θολός, αφειδής, αδρός, επιδαψιλεύω, αποπνιχτικός, δασύς, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Переводы: πολυτελής, γενναιόδωρος, κολλητός, πνιγηρός, αρκετός, ανοιχτοχέρης, κοντά, άφθονος, θολός, αφειδής, αδρός, επιδαψιλεύω, αποπνιχτικός, δασύς, πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό